δείκτες

δείκτες
I
(Ζωολ.). Πτηνά της οικογένειας των ινδικατοριδών, της τάξης των δρυοκολαπτομόρφων. Οι δ. είναι ένα από τα δεκατρία είδη της οικογένειας αυτής. Τα πουλιά αυτά έχουν το μέγεθος σπουργίτη. Τρώνε προνύμφες μελισσών, μέλι και κερί από την κηρήθρα. Γεννούν τα αβγά τους σε ξένες φωλιές.
II
(Χημ.). Χημικές ενώσεις που, όταν προστεθούν σε ένα διάλυμα, έχουν την ικανότητα να φανερώνουν γενικά, με αλλαγή του χρωματισμού τους, τις ορισμένες συνθήκες του pH ή της οξειδοαναγωγής. Πρόκειται γενικά για ουσίες οι οποίες μπορούν να υπάρχουν σε δύο μορφές (είτε διαφορετικού χρωματισμού είτε η μία να είναι έγχρωμη και η άλλη άχρωμη), σε ισορροπία μεταξύ τους. Η μεταβολή συνθηκών του περιβάλλοντος προκαλεί τη μετάθεση της ισορροπίας προς τη μία ή την άλλη μορφή, με επακόλουθο τη μεταβολή του χρωματισμού του διαλύματος. Με τους δ. είναι δυνατός ο εντοπισμός του τελικού σημείου των χημικών αντιδράσεων (δηλαδή του σημείου όπου γίνεται πλήρης αντίδραση), η επίτευξη ενός pH (συγκέντρωση ιόντων υδρογόνου) κλπ.
Οι δ. που χρησιμοποιούνται, διαιρούνται συνήθως σε δύο ομάδες: δ. οξέα-βάσεις και δ. οξειδοαναγωγής. Οι πρώτοι είναι ασθενή οργανικά οξέα (ή σπάνια βάσεις), μεταξύ των οποίων μπορούν να αναφερθούν η φαινολφθαλεΐνη, η ηλιανθίνη ή το πορτοκαλί του μεθυλίου (ερυθρό παρουσία οξέος, κίτρινο παρουσία βάσης), το βάμμα του ηλιοτροπίου (ερυθρό σε περιβάλλον όξινο και κυανό σε περιβάλλον βασικό) κλπ. Η αιτία της αλλαγής του χρώματος των ουσιών αυτών, όταν βρίσκονται σε παρουσία περίσσειας ιόντων υδρογόνου ή υδροξυλίου, πρέπει να αναζητηθεί είτε σε μία μετάθεση της ισορροπίας διάστασης ή, σύμφωνα με νεότερη θεωρία, σε μεταβολή της χημικής δομής του δ.
Οι δ. αυτού του τύπου χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην ογκομετρική ανάλυση για τον προσδιορισμό της συγκέντρωσης (τίτλου) ενός όξινου ή αλκαλικού διαλύματος, με την προσθήκη ενός διαλύματος γνωστού τίτλου, αλκαλικού ή όξινου αντίστοιχα. Ο δ. φανερώνει το σημείο εξουδετέρωσης και επιτρέπει, με απλό υπολογισμό, να αναφερθούμε στην άγνωστη συγκέντρωση. Η αλλαγή του χρώματος του δ. δεν είναι άμεση, αλλά συντελείται βαθμιαία. Η περιοχή του pH στην οποία ο δ. αλλάζει χρώμα, δηλαδή μεταστρέφεται, ονομάζεται πεδίο μεταλλαγής. Για κάθε τιτλοδότηση διαλύματος απαιτείται, λοιπόν, η κατάλληλη επιλογή του δ., ανάλογα με το πεδίο μεταλλαγής του.
Οι δ. οξειδοαναγωγής χρησιμεύουν στις αντιδράσεις αυτού του τύπου, για να δείξουν την οξείδωση ή την πλήρη αναγωγή του στοιχείου.
Στην ιωδιομετρία χρησιμοποιείται διαλυτό άμυλο ως δ., ενώ σε άλλες οξειδοαναγωγές χρησιμοποιούνται ανόργανα άλατα, όταν δεν είναι δυνατό να εκμεταλλευτούμε ως δ. τον αρχικό ή μη χρωματισμό των ιόντων που συμμετέχουν στην αντίδραση.
δ.ερυθρών αιμοσφαιρίων. Δ. που υπολογίζονται από τα αποτελέσματα άλλων μετρήσεων επί των ερυθρών αιμοσφαιρίων, όπως ο αιματοκρίτης κ.ά. Παρέχουν πληροφορίες για το μέγεθός τους, καθώς και για το βάρος και τη συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης σε ένα μέσο ερυθρό αιμοσφαίριο. Η σημασία τους είναι περιορισμένη στη διάγνωση της ακριβούς φύσεως της αναιμίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπομετρία — Η αναζήτηση όλων των αναγκαίων και δυνατών μεθόδων για να γίνει όσο μπορεί πιο αντικειμενική η περιγραφή της ανθρώπινης μορφής. Την α. ως σύγχρονο επιστημονικό κλάδο εγκαινίασε ο Βέλγος Αντόλφ Κετελέ (1796 1874) με τη θεωρία του περίμέσου… …   Dictionary of Greek

  • αγροτική οικονομία — Η α.ο. εξετάζεται διπλά: ως τομέας της οικονομίας και ως κλάδος της οικονομικής επιστήμης. Ως τομέας της οικονομίας η α.ο. έχει σημασία και ρόλο ιδιάζοντα, αν και πολύ απέχει από το να θεωρηθεί ως πρωταρχική μορφή παραγωγικής δραστηριότητας, όπως …   Dictionary of Greek

  • τάνυσμα — Ένα τ. με ν δείκτες εναλλαγής συνδυασμένο με τα διανύσματα του τακτικού χώρου, είναι μία συνάρτηση Τ η οποία σε κάθε διατεταγμένη νιάδα διανυσμάτων v1, v2, ..., νν συνδυάζει έναν πραγματικό αριθμό Τ (v1, v2, ..., vν) κατά τρόπο, ώστε να υφίσταται …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνιομετρία — Μέθοδος που χρησιμοποιεί ποσοτικές μετρήσεις για τη μελέτη των σχέσεων μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας ή των επιμέρους συστατικών της στοιχείων. Τέτοιες μετρήσεις αναφέρονται σε περισσότερο ή λιγότερο αντικειμενικά δεδομένα (για… …   Dictionary of Greek

  • κρυσταλλογραφία — Η επιστημονική μελέτη των κρυστάλλων. Ένας κρύσταλλος αποτελεί μία στερεά ουσία με καθορισμένο γεωμετρικό σχήμα, που παρουσιάζει έναν ορισμένο αριθμό επίπεδων εδρών και μπορεί να παραβληθεί με ένα πολύεδρο (κρυσταλλικό πολύεδρο). Χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • μοιρογνωμόνιο — Όργανο, απλούστερο από το γωνιόμετρο, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μέτρηση γωνιών όταν δεν απαιτείται μεγάλη ακρίβεια. Το μ. αποτελείται από ένα ημικύκλιο ή έναν κύκλο, από διαφανές συνήθως υλικό. Μερικά έχουν δύο λεπτούς δείκτες που… …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”